- τελέσσαι
- τελέωfulfilaor inf actτελέσσαῑ , τελέωfulfilaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τέλεσσαι — αἱ, Α ονομασία θεοτήτων στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < τελῶ] … Dictionary of Greek
τέλεσσαι — τελέω fulfil aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek